σχεράς

σχεράς
σχεράς, άδος, ,
A shingle, v.l. in Il.21.319: cf. πολυσχεράς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχεράς — άδος, ἡ, Α βλ. χεράς …   Dictionary of Greek

  • σχεράδος — σχεράς shingle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • χεράς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες «αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέραδος*, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος τής αιτ. πτώσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”